ἐπιφορτίζω — load heavily pres subj act 1st sg ἐπιφορτίζω load heavily pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφορτίζω — επιφορτίζω, επιφόρτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιφορτίζω — επιφόρτισα, επιφορτίστηκα, επιφορτισμένος, μτβ. 1. φορτώνω πάνω σε κάτι, επιβαρύνω. 2. μτφ., αναθέτω σε κάποιον κάποια φροντίδα, τον αγγαρεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιφορτίζετε — ἐπιφορτίζω load heavily pres imperat act 2nd pl ἐπιφορτίζω load heavily pres ind act 2nd pl ἐπιφορτίζω load heavily imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορτιζομένων — ἐπιφορτίζω load heavily pres part mp fem gen pl ἐπιφορτίζω load heavily pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορτισαμένων — ἐπιφορτίζω load heavily aor part mid fem gen pl ἐπιφορτίζω load heavily aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορτίζει — ἐπιφορτίζω load heavily pres ind mp 2nd sg ἐπιφορτίζω load heavily pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορτίζοντα — ἐπιφορτίζω load heavily pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπιφορτίζω load heavily pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορτίζουσι — ἐπιφορτίζω load heavily pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιφορτίζω load heavily pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορτίσαι — ἐπιφορτίζω load heavily aor inf act ἐπιφορτίσαῑ , ἐπιφορτίζω load heavily aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)